Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η ορά του Διαβόλου



"Γρικάς τα δά, Ευγενιά; Οι γυναίκες, λέει, θα πηγαίνουνε στη γκάλπη σαν και τσ’ άντρες να ψηφίζουνε… Εχάθηκ’ η γιαθρωπιά από το γκόσμο τάξε… Ήθελα να κατέω ποιός την έκανε ετούτηνά τη μπρόβα». «Νά τόνε κάμης ίντα;» «Νά του σύρω τ’αυχθιά ντου». «Μή σκοτίζεσαι, μά κιαείς δε φταίει παρά του διαόλου το μιλέτι, οι γυναίκες. Εμείς ήμαστονέ απού βάνομε την ορά μας όπου κι αν είναι…». «Τη μύτη μας εδά να πής , γιατί ορά δεν έομε, ως κι άν είναι…». «Μά δέ γκατέεις τη μπαροιμία;» «Κάτσε να σου τη μπω: Όντεν έπλασε ο Θεός τον Αδάμ εσκέφτηκε να πλάση και μια γυναίκα ―καλλιά και καλλιά ήτονε…, μωρέ κοπέλια, να μη μας έπλαθε». «Γιάντα μπρέ;» «μπέμπει το λοιπός , ως λένε τα χαρθιά, τον άγγελό ντου, να πάη να βγάλη απού τον Αδάμ ένα μπλευρό, να του το φέρη να πλάση μ’ευτό τη γυναίκα. Στη στράτα του το συναπαντά ο Σεϊτάνης». «Μακρυα απ’ όπου ‘ναι βαφτισμένοι αθρώποι». «Καί λέει του: «ίντα βαστάς;» Λέει: «ένα μπλευρό του Αδάμ και το πάω του Κυρίου να πλάση τη γυναίκα». Λέ: «για να το δώ;» Καί γελά τονε και δούδει του το. Αρπά το ο Οξωαποδώ και γλακά και βουτά σε μια ντρύπα. Ζυγώνει ο άγγελος του Θεού το ντρισκατάρατο, μα που να τόνε πιάση… Οντεμίς η τρύπα ήτονε ακρομιτσή του αναθεματισμένου κι εξεβάτζερνε η γι ορά ντου, πιάνει τόνε απού την ορά και ξεφλουμπίζει η γι ορά ντου. Πάει κι ο άγγελος και παρουσιάζεται στον Κύριο ―μέγας ει, Κύριε, και θαμαστά τα έργα σου! ― κι ο Θεός δεν εμάνισε παρά παίρνει την ορά κι απού’ φτή έπλασε την Εύα. Γρικάς το; … Γρικώ το να λέης".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου